νιούτον

νιούτον
φυσ. μονάδα μέτρησης δύναμης στο Διεθνές Σύστημα μονάδων, η οποία ισοδυναμεί με τη δύναμη που προσδίδει σε ένα ελεύθερο σώμα μάζας ενός χιλιογράμμου επιτάχυνση ίση με ένα μέτρο ανά δευτερόλεπτο στο τετράγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. newton, από το όν. τού Isaac Newton (Ισαάκ Νεύτωνος), Άγγλου φυσικού, μαθηματικού και φιλοσόφου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Νιούτον, Άιζακ — (Isaac Newton). Άγγλος φυσικός, αστρονόμος και μαθηματικός. Βλ. λ. Νεύτων, Ισσάκ …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Γκίλμπερτ Νιούτον — (Gilbert Newton Lewis, Μασαχουσέτη 1875 – Μπέρκλεϊ 1946). Αμερικανός χημικός και πανεπιστημιακός. Το 1899 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και στη συνέχεια (1907) διετέλεσε καθηγητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της …   Dictionary of Greek

  • Μαύροι Πάνθηρες — (Black Panther Party). Επαναστατικό κίνημα, η πλήρης ονομασία του οποίου είναι Μαύροι Πάνθηρες για την Αυτοάμυνα (Black Panther Party For Self defense). Το κίνημα ιδρύθηκε το 1966 στο Όκλαντ των ΗΠΑ από τον Χιούι Νιούτον και τον Μπόμπι Σίαλ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • αμπέρ — (ampère). Μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος στο διεθνές σύστημα ή σύστημα Τζόρτζι. Συμβολίζεται με το απλό σύμβολο Α, αλλά όταν υπάρχει περίπτωση σύγχυσης συμβολίζεται με τη σύντμηση amp. Υπάρχουν πολλοί ορισμοί αυτής της… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • πασκάλ — το μετρολ. μονάδα πίεσης στο διεθνές σύστημα μονάδων, με σύμβολο Pa, ισοδύναμη με πίεση ενός νιούτον ανά τετραγωνικό μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. / γαλλ. pascal από το όνομα τού Γάλλου μαθηματικού, φυσικού και φιλοσόφου Blaise Pascal] …   Dictionary of Greek

  • σθένη — η, Ν μετρολ. παλαιά μονάδα μέτρησης τής δύναμης στο μετρικό σύστημα ΜTS που έχει σύμβολο sn, είναι ίση με τη δύναμη η οποία προκαλεί σε μάζα ενός τόννου επιτάχυνση 1m/sec2 και ισοδυναμεί με 1.000 νιούτον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”